- ζυμεγέρτης
- ο фермент
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζυμεγέρτης — και ζυμωσιεγέρτης, ο μη εν χρήσει σήμερα ονομασία τού ενζύμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + εγέρτης (< εγείρω), πρβλ. δημ εγέρτης, εθν εγέρτης. Η λ. στον πληθ., ζυμεγέρται, μαρτυρείται από το 1887 στον Όθωνα Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek